- μανδραγόρας
- Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10-25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που έχουν κυματοειδές κράσπεδο και είναι διατεταγμένα κατά παράρριζο ρόδακα. Τα άνθη είναι κωδωνοειδή, λευκά-πράσινα ή με πορφυρή απόχρωση, τοποθετημένα πάνω σε κοντούς μίσχους. Ο καρπός είναι σφαιρική σαρκώδης ράγα, κίτρινου ή πορτοκαλί χρώματος.
Ο μ., εξαιτίας της τοξικότητάς του και της μεγάλης σαρκώδους και ιδιόμορφης ρίζας του, η οποία μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο μέσα στο έδαφος και συχνά μοιάζει με ανθρωπόμορφο ξόανο, έχει περιβληθεί από την αρχαιότητα με μυστηριώδεις και υπερφυσικές ιδιότητες. Η τοξικότητά του οφείλεται στις αλκαλοειδείς ουσίες (σκοπολαμίνη, υοσκαμίνη, ατροπίνη) τις οποίες περιέχει σε μικρό ποσοστό και είναι πολύτιμες από φαρμακευτική άποψη.
* * *και μαντραγόρας, ο (AM μανδραγόρας Μ και μανδράγορος)γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με ναρκωτικές και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σολανίδεςαρχ.1. φρ. «ἐκ μανδραγόρου καθεύδω» ή «ὑπὸ μανδραγόρᾳ καθεύδω» — πέφτω σε βαθιά νάρκη ή μέθη2. (κατά τον Ησύχ.) επίθετο τού Διόςνεοελλ.ως κύριο όν. Ο Μανδραγόραςκωμωδία τού Μακιαβέλι, που θεωρείται η πιο αξιόλογη κωμωδία τής ιταλικής Αναγέννησης.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής γλώσσας τής ιατρικής και τής μαγείας. Αβέβαιης ετυμολ. Η ονομ. τού φυτού προήλθε πιθ. από το όν. ενός γιατρού. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με την περσική ονομ. τού φυτού merdum gijā «φυτό τού ανθρώπου». Τη λ. δανείστηκαν η Αγγλική με τη μορφή mandrake και η Αρμενική με τη μορφή manragor].
Dictionary of Greek. 2013.